“Πόσες ζωές πριν αποκτήσω τα λουλούδια μου” – Παρουσίαση περιστατικού
Η Μαρία είναι μία γυναίκα 32 χρονών, η οποία στην πρώτη μας συνάντηση ξεκίνησε με μία πολύ λεπτομερή παρουσίαση του εαυτού της και της ζωής της, περιγράφοντας με πολύ ξεκάθαρο τρόπο σε ποιους τομείς αντιμετωπίζει πρόβλημα και τι περιμένει από τις συναντήσεις μας. Δίνει την αίσθηση ενός ατόμου που τα έχει κατά-λάβει όλα. Η παρουσίαση της ήταν ταξινομημένη σε τομείς της καθημερινότητάς της, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα προβλήματα, αιτίες (όπου τις είχε εντοπίσει) και το αίτημα για την λύση τους. Η ανάγκη να αναλάβουμε δράση ήταν επιτακτική. Οι πληροφορίες που μου έδωσε ήταν τόσο συγκεκριμένες και μελετημένες που αναπόφευκτα σκέφτηκα πως κάποιος θεραπευτής μίας άλλης θεραπευτικής κατεύθυνσης θα είχε τη δουλειά του έτοιμη.
Η Μαρία έχει έναν αδελφό ο οποίος έχει διαγνωστεί με διπολκή διαταραχή εδώ και 10 χρόνια, έχει κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας και είναι αρνητικός στο να λάβει οποιαδήποτε βοήθεια είτε φαρμακευτική είτε ψυχοθεραπευτική. Η ίδια έχει σκοπό της ζωής της «να γίνει ο Χρήστος καλά», εννοώντας να διατηρείται σε μία κατάσταση όπου δεν είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του και να είναι λειτουργικός στην κοινωνία. Παρόλο που και οι δύο γονείς της βρίσκονται εν ζωή και μένουν με τον Χρήστο, εκείνη είναι που έχει αναλάβει κατά κύριο λόγο τη φροντίδα του, διασφαλίζοντας τρόπους έτσι ώστε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή που του έχει συνταγογραφηθεί, να επισκέπτεται η ίδια τον ψυχίατρό του όταν παρατηρεί κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του και προσφέροντάς του οικονομική υποστήριξη.
Παράλληλα, αναφέρει τη δυσκολία της να λέει «όχι» είτε στις απαιτήσεις του διευθυντή της στην εταιρεία όπου εργάζεται είτε στις απαιτήσεις του καθηγητή της υπεύθυνο για το Διδακτορικό της. Αντιμετωπίζει πρόβλημα έλλειψης χρόνου και αναφέρει ότι είναι η πιο αυστηρή κριτής του εαυτού της. Βιώνει έντονες ενοχές όταν δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες των γύρω της και χρεώνει τον εαυτό της για λάθη λόγω κούρασης όταν βλέπει ότι δεν καταφέρνει.
«Εκεί που το ζήτημα, το σύμπτωμα είναι πιεστικό: Δεν παρασέρνομαι από τη βιασύνη του να ανακουφιστεί, να γλυτώσει, ν’ αλλάξει. Αφήνομαι να καθορίζει ο ρυθμός της υπόθεσης» (σχόλιο του Κώστα Γεμενετζή: http://www.gemenetzis.gr/description.php?category_id=3&sec_category_id=84). Ο οικείος τρόπος της Μαρίας στην αντιμετώπιση των καταστάσεων και των προβλημάτων της ζωής της είναι ν’ αναλαμβάνει δράση. Πιστεύει πως αν οι πράξεις της είναι σωστά μελετημένες και υπολογισμένες θα έχουν το προβλεπόμενο και επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν όμως ο αδερφός της υποτροπίασε, παρά όλες τις προσπάθειες της για να «είναι καλά ο Χρήστος» ήρθε στη συνάντηση μας και ξέσπασε σε λυγμούς, επειδή η ίδια δεν τα «κατάφερε». Η Μαρία είναι παγιδευμένη σε έναν τρόπο του “animal laborans” όπως το περιγράφει η Hannah Arendt, ένα τρόπο προσανατολισμένο στην εργασία και την πράξη. Για τον άνθρωπο που ζει ως “animal laborans” η δραστηριότητα της εργασίας διοικείται από ανάγκη και ο άνθρωπος ως εργάτης είναι το ισοδύναμο του σκλάβου, καθώς η εργασία χαρακτηρίζεται από ανελευθερία. Ένας τέτοιος τρόπος είναι αυτό που περιγράφεται ως “vita activa”. Η vita activa είναι εκεί όπου η διανοητική δραστηριότητα γνωρίζει μόνο ανάγκες και αναγκαιότητα, καμία όμως «πολυτέλεια», η οποία είναι απόκλιση από το αναγκαίο. Ο χρόνος της ακολουθεί μία γραμμική τροχιά, υπολογίζει, εντοπίζει και επιταχύνεται κατά βούληση. Δεν κοιτάζει τριγύρω, καθώς μία παράκαμψη ή ένα βήμα πίσω δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνο καθυστερούν το βήμα του υπολογισμού το οποίο ουσιαστικά είναι ένα βήμα εργασίας. Η “vita contemplativa” περιγράφει την εμφατική νόηση η οποία ενέχει την οξεία και λεπτεπίλεπτη διάνοια, ένα είδος «πολυτέλειας των μυαλών» όπως την αποκάλεσε ο Kant. Η εμφατική νόηση αίρεται υπεράνω του υπολογισμού και εγκατοικεί σε αυτήν ένας ιδιαίτερος χρόνος και μία ιδιαίτερη χωρικότητα. Δεν προχωρεί γραμμικά και είναι ελεύθερη γιατί ο τόπος και ο χρόνος της δεν είναι υπολογίσιμοι. Για αυτού του είδους τη νόηση χρειάζεται κάτι που δεν είναι εργασία. Είναι «καθοδόν» σ’ ένα απρόβλεπτο και ασυνεχές δρομολόγιο (Byung-Chul Han, «Η Vita contemplativa, η περί της στοχαστικής ζωής», http://www.gemenetzis.gr/images/article_pdf/ecbx20090826.pdf).
Η Μαρία αποφεύγει ένα τέτοιο αδόμητο δρομολόγιο στη ζωή της. Σχεδιάζει και μελετά προσεκτικά τη συμπεριφορά της απέναντι στον Χρήστο, το τί θα του πει και πώς θα του το πει. Δεν επιτρέπει οποιονδήποτε αυθορμητισμό, καθώς θεωρεί πως θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση σε αυτό που έχει χτίσει μέχρι τώρα. Αναβάλει την ενασχόλησή της με την ολοκλήρωση του Διδακτορικού της, καθώς έχει ολοκληρώσει την έρευνα που απαιτείτο και πλέον πρέπει να καταλήξει στα συμπεράσματα της ερευνητικής της υπόθεσης. Όπως η ίδια περιγράφει, αυτή είναι μία πολύ διαφορετική διαδικασία από τη διεξαγωγή της έρευνας, όπου η δουλεία που απαιτείται, αν και χρονοβόρα, είναι πολύ συγκεκριμένη και ελεγχόμενη. Αρχικά εντοπίζει τη δυσκολία της στην έλλειψη χρόνου, παρατηρώντας όμως ότι επιλέγει να γεμίζει τον ελεύθερό της χρόνο με εργασίες που είναι πολύ συγκεκριμένες στην ολοκλήρωσή τους («με αρχή, μέση και τέλος» όπως η ίδια λέει) όπως για παράδειγμα το βάψιμο του σπιτιού της. Συνειδητοποιεί ότι αυτή η φάση του Διδακτορικού της απαιτεί να αφεθεί στα όσα έχει μελετήσει μέχρι τώρα, «να τα νοιώσω, όχι να τα μελετήσω», όπως εκείνη λέει, μία προσέγγιση στη διαδικασία αυτή που την ξενίζει, καθώς αναγνωρίζει ότι είναι ένας πολύ διαφορετικός τρόπος εργασίας από αυτόν που γνωρίζει, όπου θα πρέπει να παραδώσει τον έλεγχο και «να τα αφήσει να της μιλήσουν», μεταφέροντας τη συμβουλή ενός συναδέλφου της, ο οποίος η ίδια αναγνωρίζει ότι έχει δίκιο. Μία τέτοια στάση διαφαίνεται και στην προσέγγιση της ανάλυσης της, καθώς πέρα από την θεματολογία που συνήθως προετοιμάζει πριν τις συναντήσεις μας και τους στόχους τους οποίους θέτει για τον εαυτό της, είναι χαρακτηριστικό ότι όταν στην πορεία των συναντήσεων μας της πρότεινα να ξαπλώσει, η άρνησή της ήταν άμεση και αδιάλλακτη: «Δεν μπορώ να ξαπλώσω γιατί είμαι τόσο κουρασμένη που θα με πάρει ο ύπνος». Η άρνηση της αυτή έχει ένα ιδιαίτερο νόημα, εάν ιδωθεί σε σχέση με την παρατήρηση του Κώστα Γεμενετζή αναφορικά με την ύπτια θέση του αναλυόμενου κατά τη θεραπευτική συνάντηση. Η ύπτια θέση αδρανοποιεί και ακυρώνει τον χρόνο ως χρόνο διαδικασίας (με την έννοια του “process” προερχόμενο από το procedere, δηλαδή προχωράω). Μεταφέρει σ’ έναν άλλο χρόνο που δεν είναι γραμμικός, δεν κατευθύνεται προς τα κάπου, αλλά είναι αργός, τόσο αργός που το «κάπου» ξεχνιέται (http://www.gemenetzis.gr/description.php?category_id=3&sec_category_id=84).
Ο Byung-Chul Han στο κείμενο του «Η Vita contemplativa, η περί της στοχαστικής ζωής» επισημαίνει πως ο άνθρωπος είναι περισσότερο από “animal” ακριβώς επειδή κατέχει ένα στοχαστικό δυναμικό που τον καθιστά ικανό να επικοινωνεί με το διαρκούν. Μόνο η αναζωογόνηση της vita contemplativa θα ήταν σε θέση να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τον καταναγκασμό της εργασίας.
Στην περίπτωση της Μαρίας κάτι τέτοιο συνέβη κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών. Πριν διακόψουμε τις συναντήσεις μας για το καλοκαίρι, η Μαρία είχε προγραμματίσει πως θα πήγαινε διακοπές με τη συνηθισμένη παρέα της, κάτω από συνθήκες που γνώριζε εκ των προτέρων, βάσει προηγούμενων εμπειριών της, πως δεν θα την ικανοποιούσαν. Περιγράφει πως θα συμβιβαζόταν σε διάφορα επίπεδα, θέτοντας τον εαυτό της στη διάθεση των υπολοίπων, αναλαμβάνοντας την φροντίδα τους ή κάνοντας εκπτώσεις στις δικές της επιθυμίες με σκοπό να περάσουν οι υπόλοιποι καλά. Με την επιστροφή της από τις διακοπές της συνάντησα μία πολύ διαφορετική Μαρία. Λόγω απρόβλεπτων συνθηκών δεν μπόρεσε να λείψει το χρονικό διάστημα που θα πήγαινε η παρέα της διακοπές και τελικά αποφάσισε αυθόρμητα να ακολουθήσει μία άλλη παρέα. Η διάθεσή της ήταν πολύ διαφορετική σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, καθώς ο προορισμός την ικανοποιούσε απόλυτα, δεν γνώριζε αρκετά καλά την καινούρια παρέα, οπότε δεν υπήρχαν και απαιτήσεις από εκείνους στις οποίες θα ένοιωθε ότι θα έπρεπε να ανταποκριθεί και το κυριότερο: ο Χρήστος «πήγαινε καλά». Στο πνεύμα αυτής της διάθεσης επέτρεψε στον εαυτό της την πολυτέλεια να μην έχει επαφή με την οικογένεια της και τους φίλους της στην Αθήνα, κλείνοντας το κινητό της. Η Μαρία έκανε πραγματικές διακοπές από την καθημερινότητά της, από τους γνώριμους τρόπους της και από τις συνήθειες της, αναφέροντας επιλογές που όπως η ίδια λέει δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει στην Αθήνα όπου θα υπολόγιζε και θα ζύγιζε τις πιθανές τους συνέπειες και προεκτάσεις. Περιγράφει με έμφαση την εμπειρία της κατά την ανάβαση ενός επιβλητικού βράχου, όπου ανεβαίνοντας αργά και σταθερά το απότομο μονοπάτι νοιώθει μία ξεχωριστή αίσθηση, την οποία δυσκολεύεται να περιγράψει αλλά δηλώνει πως ενέχει συναισθήματα πληρότητας και ικανοποίησης. Το μεγαλοπρεπές φυσικό τοπίο δεν της επέτρεπε να του επιβληθεί και εκείνη εναρμονίστηκε πλήρως με το περιβάλλον της. Με τον γνώριμο τρόπο της δηλώνει τις αποφάσεις που είχε πάρει: συνειδητοποίησε πως οι παρεμβάσεις της στην περίπτωση του Χρήστο ίσως και να μην είναι τόσο απαραίτητες και καθοριστικές όσο εκείνη θεωρούσε και πλέον επιθυμεί να έχει μία πιο ουσιαστική και πραγματική σχέση μαζί του, χωρίς να ζυγίζει την συμπεριφορά της απέναντί του βάσει των πιθανών συνεπειών αυτής. Σχετικά με την ολοκλήρωση του Διδακτορικού της δηλώνει την επιθυμία μίας διαφορετικής προσέγγισης, αφιερώνοντας συγκεκριμένες ώρες κάποιες μέρες για μελέτη και σκέψη, χωρίς όμως να έχει άμεσο σκοπό την παραγωγή έργου. Το αίτημα της αυτήν τη φορά είναι να μην την αφήσω να ξεχάσει αυτήν την αίσθηση και να απομακρυνθεί από αυτούς τους στόχους. Με αφορμή αυτήν τη διαφορετική ματιά της Μαρίας της προτείνω ξανά να ξαπλώσει. Η απάντηση της αυτήν τη φορά είναι διαφορετική: «Ναι φυσικά! Θέλω να δοκιμάσω καινούρια πράγματα».
Στην Κίνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιούσαν ένα ρολόι θυμιάματος, η ονομασία του οποίου σημαίνει κατά λέξη σφραγίδα ευωδίας. Αυτό γιατί το καύσιμο μέρος από το θυμίαμα παριστάνει ένα μόρφωμα σαν σφραγίδα. Η σφραγίδα θυμιάματος είναι μία φιγούρα από έναν μακρύ σπάγγο, έτσι που η σπίθα να μπορεί να τον περνάει τελείως. Ένα ιχνάριο, που συχνά περιέχει ένα πατρόν γραφής, γεμίζει με τριμμένο θυμίαμα. Αποτελείται είτε από ένα σημείο (π.χ. ευτυχία) ή από περισσότερα σημεία που όλα μαζί μπορούν να σχηματίσουν ένα κοάν. «Πόσες ζωές πριν αποκτήσω τα λουλούδια μου». Αυτά λέει ένα αινιγματικό κοάν σε μία σφραγίδα-θυμιατό. Ένα λουλούδι στο μέσο της σφραγίδας αντικαθιστά την λέξη «λουλούδια». Η ίδια η σφραγίδα είναι σχηματισμένη σαν λουλούδι της δαμασκηνιάς.
Το θυμίαμα ως μέσο μέτρησης του χρόνου διαφέρει από πολλές απόψεις από το νερό ή την άμμο. Ο χρόνος που ευωδιάζει δεν κυλά και δεν διαρρέει και τίποτα δεν αδειάζει. Πολύ περισσότερο η ευωδία του θυμιάματος γεμίζει τον χώρο. Ουσιαστικά χωροποιεί τον χρόνο και έτσι του δίνει την επίφαση μίας διάρκειας. Η θράκα κάνει το θυμίαμα να μεταπίπτει αδιάλειπτα σε στάχτη, όμως η στάχτη δεν καταντά σκόνη, αλλά διατηρεί τη μορφή της γραφής. Έτσι η σφραγίδα από θυμίαμα, ακόμα και ως στάχτη, δεν χάνει τίποτα από τη σημασία της. Η παροδικότητα, για την οποία ενδεχομένως προειδοποιεί η θράκα που προχωρεί ασταμάτητα υποχωρεί εμπρός στην αίσθηση μίας διάρκειας. Η ευωδία του θυμιάματος επιτείνει την ευωδία του χρόνου. Δείχνει την ώρα στην ευωδιαστή ρευστότητα του χρόνου, που ούτε κυλάει ούτε διαρρέει (Ευωδάτο ρολόι: Μία σύντομη παρέκβαση στην αρχαία Κίνα, https://docs.google.com/document/d/1lGzrwjz7fbRwGaQ-LmKBSfvhqNYcggqsB066hZ_Fb9g/edit).
Διαβάζοντας για αυτό το είδος του ρολογιού και στο άκουσμα του συγκεκριμένου κοάν που αναφέρεται βλέπω τη Μαρία και την πρόθεσή της να «δημιουργήσει» λύσεις στα προβλήματά της, τη βιασύνη της απέναντι στη ζωή, απούσα από αυτό που «συμβαίνει τώρα», ουσιαστικά εγκλωβισμένη στο αδιέξοδο της πράξης και του έργου που περιγράφουν τη “vita activa”. Ίσως και ένα από τα αρχικά αιτήματα της Μαρίας ότι «αντιμετωπίζει πρόβλημα έλλειψης χρόνου» σχετίζεται με την αίσθηση της επιτάχυνσης η οποία έρχεται ως απουσία της εμπειρίας της διάρκειας που λείπει από τον κόσμο της, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την απλή πρακτικότητα και παροντικότητα. Η αίσθηση του χρόνου που δημιουργεί αυτή η σφραγίδα ευωδίας, μία αίσθηση φιλικότητας και ευγένειας που προσομοιάζει τον ιδιαίτερο χρόνο και τη χωρικότητα της εμφατικής νόησης της “vita contemplativa”, δεν της είναι οικεία. Πώς θα μπορούσε να γευτεί η Μαρία ένα τέτοιο ταξίδι, απογυμνωμένο από την υπολογιστική νόηση, που αναδύει την ευωδιά της εκπληρωμένης διάρκειας, όπου η παροδικότητα του χρόνου συνυπάρχει με τη διάρκεια του;
«Πόσες ζωές πριν αποκτήσω τα λουλούδια μου». Για την απόκτηση των λουλουδιών δεν φτάνει η μία ζωή στην οποία μία ζωή υπάρχει συνέχεια, προοπτική, ανοιχτός ορίζοντας. Χρειάζονται πολλές ζωές, τις οποίες από την μία ζωή δεν μπορείς να εποπτεύσεις, να προβλέψεις, να σχεδιάσεις. Έτσι συμβαίνουν τα πράγματα και στην ψυχοθεραπεία (υποσημείωση του Κ. Γεμενεντζή στο κείμενο: Ευωδάτο ρολόι: Μία σύντομη παρέκβαση στην αρχαία Κίνα). Η ψυχοθεραπεία δεν είναι παραγωγή έργου, δεν «δουλεύει» το πρόβλημα, δεν υπολογίζεται με όρους απόδοσης και επίδοσης, Δεν κοιτά προς τα εμπρός ούτε προς τα πίσω. Μένει στον τόπο της και εγκλιματίζεται στα εκάστοτε δεδομένα της ώρας της. Ο θεραπευτής με τον τρόπο του, ως ζωντανό παράδειγμα, δείχνει το δρόμο. Περιμένει, μένει στα λόγια και τις σιωπές του θεραπευόμενου, χωρίς να τα αντιλαμβάνεται ως υλικό με το οποίο πρέπει να φτάσει κάπου αλλού, σε μία πρόοδο, σε μία αλλαγή ή σε μία βελτίωση. Όσο περισσότερο μένει κανείς στα λόγια και τις σιωπές της θεραπευτικής συνάντησης τόσο περισσότερο χάνεται η βιασύνη και τα αδιέξοδα χάνουν την πιεστικότητα και το βάρους τους.
«Όλοι εσείς που σας είναι αγαπητή η άγρια εργασία και το γοργό, το νέο, το ξένο, – ο εαυτός σας σας πέφτει βαρύς, ο ζήλος σας είναι φυγή και θέληση να ξεχάσετε τον ίδιο τον εαυτό σας. Αν πιστεύατε στη ζωή περισσότερο θα ριχνόσασταν λιγότερο στη στιγμή. Μα για να περιμένετε δεν έχετε αρκετό περιεχόμενο – κι ούτε για τεμπελιά καν!» (Friedrich Nietzsche, Τάδε έφη Ζαρατούστρα).
Ιζαμπέλλα Κατωγυρίτη
Οκτώβριος 2013, Ομιλία στα πλαίσια της Ελληνικής Εταιρείας Φαινομενολογικής-Υπαρξιακής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας (Daseinsanalysis)