Το πιο καθοριστικό πράγμα αυτού του κόσμου είναι η παροδικότητά του. Κατά αυτήν την έννοια, οι αιώνες δεν έχουν κανένα πλεονέκτημα πάνω στην παρούσα στιγμή. Έτσι, η συνέχεια της παροδικότητας δεν μπορεί να δώσει καμία παρηγοριά. Το γεγονός ότι η ζωή ανθίζει μεταξύ των συντριμμιών αποδεικνύει όχι τόσο την επιμονή της ζωής όσο αυτή του θανάτου. Franz Kafka
Η έννοια της παροδικότητας στη φιλοσοφία και η παρ-ουσία της στη ψυχοθεραπεία.
Η ζωή δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζεται ως παροδικό. Η ίδια η ζωή είναι η παροδικότητα. Σε κάθε στιγμή, ανεξάρτητα του πόσο σύντομη είναι, η εμπειρία έρχεται και φεύγει. Κάθε στιγμή εμπειρίας εξαπλώνεται στην ολοκλήρωση της και εξαφανίζεται σε μία άλλη στιγμή. Ακόμα και στην ανάγνωση αυτού του κειμένου υπάρχουμε στιγμή προς στιγμή.
Παρόλο που η αίσθηση της παροδικότητας εμφανίζεται διάχυτα στη καθημερινότητά μας, συχνά οι θεραπευόμενοι μας νοιώθουν ότι η ζωή τους είναι στάσιμη, ότι βιώνουν ένα δυσάρεστο συναίσθημα διαρκώς ή ότι έχουν το ίδιο πρόβλημα συνέχεια. Συχνά τους ακούμε να μας περιγράφουν ότι η θλίψη και η απογοήτευση που νοιώθουν είναι αιώνια. Με δυσκολία μπορούν να θυμηθούν τον εαυτό τους να νοιώθει προηγούμενες χαρές και όταν το καταφέρνουν το νοιώθουν σαν κάτι μη πραγματικό. Η απογοήτευση που νοιώθουν είναι τόσο έντονη που είναι σαν ένα πέπλο που θα καλύπτει τη ζωή τους για πάντα.
Ως θεραπευτές, αν κατηγοριοποιήσουμε την εμπειρία του πελάτη μας ως κατάθλιψη και παραβλέψουμε την εμπειρία του αυτή καθαυτή είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε εγκλωβισμένοι στο ίδιο το αδιέξοδο που βρίσκεται και εκείνος. Το να τοποθετήσουμε την ταμπέλα της κατάθλιψης στην σε αυτό που βιώνει αποτελεί παγίδα, καθώς μας περιορίζει στο να ιδωθεί σαν ένα γενικό χαρακτηριστικό του ή σα μία εμμένουσα κατάσταση. Αν εστιάσουμε στις συγκεκριμένες εμπειρίες του, είτε είναι η δυσκολία να κοιμηθεί, η απώλεια της όρεξης ή οι επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις είναι πιο πιθανό να επιτύχουμε μία πιο ουσιαστική ανταπόκριση.
Πώς όμως μπορεί μία θεραπευτική διάθεση η οποία βασίζεται στη αναποφευκτικότητα της παροδικότητας να είναι βοηθητική για κάποιον που νοιώθει πως βρίσκεται σε αδιέξοδο? Παρατηρώντας τη ζωή μας προσεκτικά ανακαλύπτουμε ότι κάθε στιγμή της είναι διαφορετική. Ο πελάτης που έχει έρθει στο γραφείο μας και αναφέρει ότι πάντα νοιώθει θλίψη, ξύπνησε το πρωί και ντύθηκε. Εκείνη τη στιγμή πιθανόν να μην ένοιωθε ούτε θλίψη ούτε χαρά, απλά ντυνόταν. Όντας ενήμεροι για τις διακυμάνσεις στην εκάστοτε εμπειρία μας, στις σκέψεις και τα συναισθήματα μας, την κάθε στιγμή δίνει χώρο για αλλαγές ακόμα και στην περίπτωση που μία τέτοια προοπτική φαντάζει απίθανη. Ο άνθρωπος που βιώνει αυτήν την απέραντη θλίψη είναι ο ίδιος που μέχρι πρότινος ήταν καθ’ όλα λειτουργικός στην καθημερινότητα του και ίσως κάποια στιγμή να καταφέρει να την επανακτήσει, καθώς επίσης είναι πιθανόν να υπάρχουν στιγμές στην παρούσα κατάστασή του που το πέπλο της θλίψης να σηκώνεται έστω και για λίγο και να επιτρέπει μία διαφορετική θέαση των πραγμάτων.
«Συνάφειες (Ξυλλάψιες): ολόκληρα και όχι ολόκληρα, μονοιασμένο αμόνοιαστο, ταιριασμένο αταίριαστο` από τα πάντα ένα και από ένα τα πάντα.»
Κατά τον Ηράκλειτο οι ξυλλάψιες τοποθετούνται στην κορυφή μίας σειράς από αντίθετα ή και απλώς διαφορετικά πράγματα και φαινόμενα, που η συνάφεια τους εξηγείται με την κίνηση του όντος από τη μοναδικότητα στην πολλαπλότητα και αντίστροφα. Επιχειρώντας να καταστήσει τις ξυλλάψιες νοητές και από το δρόμο της άμεσης εμπειρίας των ανθρώπων, αναφέρεται σε μία σειρά από συγκεκριμένα πράγματα, όπου τα αντίθετα ή ανόμοια συμπίπτουν ή ταυτίζονται χωρίς αμφιβολία.
«Η θάλασσα είναι νερό καθαρότατο και βρωμερότατο` για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους άποτο και ολέθριο».
«Ανήφορος κατήφορος ο δρόμος είναι ένας».
«Κοινό σημείο είναι η αρχή και το πέρας στον κύκλο».
«Του τόξου (βιός) τ’ όνομα βίος, το έργο θάνατος».
Οι ξυλλάψιες των αντιθέτων ή ανόμοιων πραγμάτων και των φαινομένων βρίσκονται σε συναρμογή βάσει της αμοιβαιότητάς τους. Η μονιμότητα των πραγμάτων είναι φαινομενική και οφείλεται στο ότι δυνάμεις αντίθετες ισορροπούν παροδικά.
Στο παράδειγμα της κατάθλιψης που αναφέρθηκε παραπάνω η ψευδαίσθηση της σταθερότητας ενέχει μία δελεαστική ανακούφιση: τουλάχιστον είναι προβλέψιμη. Ίσως με το να επιβάλλουμε μία αίσθηση στατικής μονιμότητας, η κατάθλιψη παρέχει μία ψευδαίσθηση ελέγχου και σταθερότητας που απομακρύνει την αγωνία για τη ρευστότητα και ευθραυστότητα της ζωής. Από αγχώδη περιστατικά συχνά ακούμε την αγωνία για αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ο θεραπευόμενος που περιμένει που και πότε θα τον βρει η επόμενη κρίση πανικού, εκείνη που φοβάται την ασθένεια που θα έρθει και την εξέλιξη που θα πάρει, η αγωνία για το κακό που θα συμβεί και πώς και αν θα καταφέρει να το αντιμετωπίσει, η εμμονή του ιδεοψυχαναγκαστικού ασθενή στις ιδεοληψίες και στους καταναγκασμούς του. Το άγχος ως απάντηση στην αίσθηση απώλειας ελέγχου ή της άγνοιας του τί ενέχει το μέλλον. Άγχος προσμονής για αυτό που φοβάται κανείς ότι θα συμβεί ή αυτό που δεν γνωρίζει. Καταστάσεις γνώριμες και στην καθημερινότητά μας. Φόβος του εργαζόμενου ότι θα χάσει τη δουλεία του, άγχος του φοιτητή για το αν θα καταφέρει να ολοκληρώσει την πτυχιακή του, αγωνία του ασθενή που περιμένει τα αποτελέσματα των ιατρικών του εξετάσεων. Φαίνεται πώς ο μόνος τρόπος για να ελέγξει κανείς την εκάστοτε κατάσταση είναι να την αφήσει, έχοντας επίγνωση των ορίων του ελέγχου του, χωρίς να παρασυρθεί από αυτήν ολοκληρωτικά. Μία τέτοια επίγνωση της παροδικότητας πιθανώς να βοηθήσει τους θεραπευόμενους μας να απαλλαγούν από τα συμπτώματα τους.
Το ζήτημα είναι ότι αν κάποιος απλώς «αφήνεται» στην εκάστοτε στιγμή του «τώρα», μπορεί να οδηγηθεί σε αυτό που ο Heidegger ονομάζει αν-αυθεντικό τρόπο ύπαρξης. Ο λόγος είναι ότι σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως μια απλή ακολουθία σταθερών «τώρα» που απλώς ολισθαίνουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, χωρίς να επιτυγχάνεται μια βαθύτερη σχέση με κάτι. Όπως είναι και ο σημερινός τρόπος ζωής του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος αποτελεί μια συνεχή κατανάλωση στιγμών, πραγμάτων και σχέσεων. Πρόκειται για μια έννοια του χρόνου απογυμνωμένη από τις διαστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος, έναν ρηχό τρόπο ζωής απογυμνωμένο από οποιοδήποτε βάθος. Αυτή είναι η περίπτωση του μετρήσιμου χρόνου, εκείνου του ρολογιού.
Ωστόσο, στην έννοια του βιωματικού-υπαρξιακού χρόνου οι τρεις διαστάσεις (παρόν, παρελθόν, μέλλον) συνυπάρχουν. Η κάθε στιγμή της ύπαρξής μας περιέχει πολλές άλλες στιγμές (και εμπειρίες) του παρελθόντος και του μέλλοντος. Η εκάστοτε παρούσα εμπειρία περιλαμβάνει εμπειρίες του παρελθόντος, καθώς και εκείνες που δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί, εκείνες που δεν «είναι»ι ακόμα αλλά διανοίγουν το μέλλον. Το θέμα είναι ότι σε μια αν-αυθεντική κατάσταση της ύπαρξης (και στην ψυχοπαθολογία) κυριαρχεί μόνο μία διάσταση (το παρελθόν), στο όνομα της ασφάλειας και της βεβαιότητας. Το ταυτόχρονο άνοιγμα και των τριών διαστάσεων σημαίνει να είναι κανείς σε αναφορά προς το απρόβλεπτο, δηλαδή το άγνωστο. Αλλά πώς συμβαίνει αυτό;
Ο άνθρωπος είναι πάντα σε κατάσταση “αναφοράς”. Εκείνοι στους οποίους αναφέρεται ο άνθρωπος (εξ-ίσταται) δεν είναι ασύνδετοι ο ένας από τον άλλο, αλλά σχηματίζουν έναν “κόσμο”, που σημαίνει ότι βρίσκονται μέσα σε ένα πλέγμα αλληλεξαρτώμενων σχέσεων. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο «κόσμος» δεν είναι κάτι που ακολουθεί εκείνους με τους οποίους συνδεόμαστε, αλλά κάτι που προηγείται, καθώς πάντα βρισκόμαστε ήδη μέσα σε αυτόν. Ο «κόσμος», όμως, στον οποίο εκτείνεται ο άνθρωπος δεν είναι κάτι στατικό, κάτι που δίνεται μια για πάντα, αλλά είναι ένα θέμα μετασχηματισμού και αλλαγής. Η αλλαγή του «κόσμου» μου σημαίνει ότι βιώνω και καταλαβαίνω πράγματα που με απασχολούν με διαφορετικό τρόπο. Σα να αλλάζει ο φωτισμός.
Ο «θάνατος» δεν είναι παρά αυτό το περιστατικό ρήξης που συμβαίνει στον «κόσμο» όπου βρίσκομαι ήδη, η διακοπή της συνέχειας, η εξασθένησή του και η κατεδάφισή του. Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για τον «θάνατο» της «ύπαρξής» μας μιλάμε για τον «θάνατο» του «κόσμου» στον οποίο κανείς εκτείνεται και γίνεται «ύπαρξη», παρά ένα απλό βιολογικό γεγονός που σχετίζεται με τη βιολογική μας οντότητα. Αν αυτό ιδωθεί στο πλαίσιο του χρόνου, τότε ο «θάνατος» είναι το πρώτο γεγονός του χρόνου, η αρχή του. Αυτό γίνεται κατανοητό αν θεωρήσουμε ότι η έξοδος από τη στατική κατάσταση, δηλαδή η αλλαγή του “κόσμου” (η παροδικότητά του), συμβαίνει καθώς καινούρια πράγματα, καταστάσεις και προκλήσεις έρχονται να με βρουν (τώρα στο παρόν) και αποτελούν τα πρώτα ίχνη του μέλλοντος. Οι νέες προκλήσεις εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το παρελθόν (δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο είμαι ήδη μέχρι τώρα) και εισάγουν ένα διαφορετικό είδος ανταπόκρισης, δηλαδή έναν άλλο “κόσμο”, συγκεκριμένα ένα μέλλον (στο σημείο αυτό το μέλλον είναι ορατό με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως παρουσία). Με αυτή την έννοια, το μέλλον αρχικά έρχεται ως «θάνατος», που σημαίνει ότι προκαλεί αστάθεια και απώλεια κρατήματος και στο βαθμό που αντιδρώ κατάλληλα, έρχεται ως παρουσία ενός νέου «κόσμου».
Συχνά όμως οι ίδιοι οι θεραπευόμενοί μας έχουν μία παράδοξη στάση απέναντι στην αλλαγή. Από τη μία φοβούνται ότι θα παραμείνουν για πάντα βαλτωμένοι στο πρόβλημα τους, από την άλλη καθώς φαντάζονται την προοπτική της δυνατότητας ότι δεν είναι απαραίτητο να παραμείνουν για πάντα σε αυτό, είναι επιφυλακτικοί απέναντι την παροδικότητα της αλλαγής. Συχνά επιθυμούν να επιστρέψουν σε μία προηγούμενη κατάσταση, αλλά παράλληλα έχουν την αίσθηση ότι όταν το παρελθόν έχει παρέλθει και κάτι έχει αλλάξει, δεν μπορούν να επανακτήσουν τον προηγούμενο τρόπο ύπαρξης τους επακριβώς. Παρόλο που όταν συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να ανακτήσουν το παρελθόν, τότε μόνο θα μπορέσουν να δουν πιο ρεαλιστικά την τωρινή τους κατάσταση και να ανταποκριθούν πιο ευέλικτα σε αυτήν, η αίσθηση ότι θα βιώσουν κάτι νέο, ότι η ζωή υπόκειται σε αβεβαιότητα και η ίδια η αίσθηση του «ποιος είμαι» δεν είναι μόνιμα σταθερή προκαλεί φόβο και ανησυχία.
Ηράκλειτος: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν άλλα και άλλα νερά τρέχουν από πάνω». Η ταυτότητα του ποταμού έχει συγκεκριμένη φόρμα και φυσική συνέχεια, αλλά δεν είναι υλική η ταυτότητα της ούτε διατηρεί το ίδιο περιεχόμενο. Η αναφορά στους ανθρώπους που μπαίνουν σε αυτόν κάνει πιο ξεκάθαρη τη συνύπαρξη της συνοχής με τη μαζική αλλαγή, η οποία κατανοείται στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα σε ένα κόσμο που θεμελιωδώς παραμένει σταθερός, αλλά ποτέ δεν είναι ίδιος. Αν κανείς αποζητά μία σταθερή ταυτότητα «δεν μπορεί να μπει στα νερά του ίδιου ποταμού δύο φορές». Εννοείται η έλλειψη σταθερής ταυτότητας μεταξύ μίας μέρας και μίας άλλης ή ενός καλοκαιριού και του επόμενου η οποία παραλληλίζεται με την έλλειψη σταθερής ταυτότητας μεταξύ μίας στιγμής και μίας άλλης της εμπειρίας μας του «ίδιου πράγματος». Ακόμα και στην περίπτωση της προσωπικής συνέχειας μεταξύ του ξύπνιου και του κοιμώμενου ανθρώπου, μεταξύ του εαυτού στην ονειρική κατάσταση και του εαυτού στην καθημερινότητα, η σχέση είναι μίας ψυχικής συνάφειας ή επαφής, όχι αυστηρής ταυτότητας: «άνθρωπος μέσα στη νύχτα φως ανάβει για τον εαυτό του, σαν σβηστεί η όψη του, ζωντανός αγγίζει πεθαμένον, κοιμούμενος, ξυπνητός αγγίζει κοιμισμένον». Υπάρχει τόση ενότητα και ταυτότητα μεταξύ του ανθρώπου και των ονείρων του, μεταξύ του εαυτού του που έχει υπάρξει και της παρελθούσας εμπειρίας του, όση μεταξύ του ποταμού σήμερα και του ποταμού αύριο.
Παρατηρούμε τη διάθεση των θεραπευομένων που προσπαθούν να πιαστούν από την εμπειρία τους και να ελέγξουν τον εαυτό τους και τις ζωές τους, ώστε να ταιριάξουν στην εικόνα που έχουν εκείνοι στο νου τους. Σε μία τέτοια κατάσταση κανείς εμπειράται τον κόσμο ως αντικείμενο, που μπορεί είτε να κατακτηθεί είτε να απορριφθεί, αλλά και να χαθεί. Νοιώθουμε ικανοποίηση και περηφάνια όταν καταφέρουμε να αποκτήσουμε όσα θέλουμε, αλλά και απογοήτευση και μία αίσθηση απώλειας όταν στερούμαστε αυτά που επιθυμούμε. Προσπαθούμε να κρατηθούμε από όσα μας ευχαριστούν και παλεύουμε ενάντια στην παροδικότητα. Όσο περισσότερο προσπαθώ να κρατήσω κάτι, τόσο περισσότερο παίρνω απόσταση από αυτό και το μετατρέπω σε αντικείμενο. Όπως ο άντρας που ζηλεύει τη γυναίκα του παράφορα και όσο περισσότερο προσπαθεί να την κρατήσει κοντά του, τόσο πιο πιθανό είναι να απομακρυνθεί εκείνη. Όσο περισσότερο ενασχολούμαι με το να διατηρήσω κάτι σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, τόσο περισσότερο απομακρύνομαι από το να απολαμβάνω όπως είναι. Παραδόξως, τείνουμε να διατηρούμε τις δυσάρεστες εμπειρίες μας όσο και τις ευχάριστες. Τις κρατάμε με διαφορετικό σθένος, με πιο επώδυνο συναίσθημα.
Ο Ηράκλειτος λέει πως δεν μπορεί κανείς να μπει δύο φορές στα νερά του ίδιου ποταμού, καθώς νέα νερά ρέουν. Οι βουδιστές θα προέκτειναν τη ρήση του λέγοντας ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν μπορεί να μπει δύο φορές στα νερά του ίδιου ποταμού καθώς αυτός ο άνθρωπος που είναι μία συνάθροιση νου και σώματος, δεν παραμένει ίδιος για δύο συνεχόμενες στιγμές. Εννοείται ότι η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου δεν είναι σταθερή, αλλά βρίσκεται σε μία κατάσταση συνεχούς αλλαγής. Υιοθετώντας κανείς αυτήν την αντίληψη δεν αξιώνει έννοιες όπως η «προσωπικότητα», ο εαυτός ή η ψυχή, ένα «εγώ» ως μία σταθερή ψυχική οντότητα. Είναι ελεύθερος από την έννοια μίας μικροκοσμικής η μακροκοσμικής ψυχής. «Όταν αφήσω αυτό που είμαι, γίνομαι αυτό που θα μπορούσα να γίνω»-Lao Tsu. Στο σύνολο της η φιλοσοφία της αλλαγής στο Βουδισμό διδάσκει ότι όλη η ύπαρξη είναι μία διαδικασία σχεδόν ταυτόχρονης έγερσης και διάλυσης και όχι ένα σύνολο μόνιμων συστατικών, αλλά η αλλαγή συμβαίνει με τόσο ταχεία διαδοχή που οι άνθρωποι θεωρούν τη ψυχή και το σώμα ως στατικές οντότητες. Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να θεωρούν τη ψυχή, το σώμα τους και τον εξωτερικό κόσμο με νοητικές αναπαραστάσεις ως ακέραια, ως αδιάσπαστες ενότητες να απορρίψουν τη ψευδαίσθηση της «ολότητας». Όταν κανείς καταφέρει να αναγνωρίσει αυτή τη διαδικασία της αλλαγής, να δει τα πράγματα ως κίνηση, τότε θα μπορέσει να αντιληφθεί την παροδικότητα της ζωής και να προσεγγίσει τη θεωρία της μη-ψυχής.
Διάλογος μεταξύ δασκάλου του ζεν (Yantou) και μαθητή του (Ruiyan)
R: Ποια είναι η θεμελιώδη σταθερή αρχή?
Y: Η κίνηση.
R: Όταν κινούμαστε τότε τι?
Y: Τότε δε βλέπεις τη θεμελιώδη βασική αρχή.
R: ..σκέφτεται..
Y: Αν συμφωνείς τότε δεν έχεις απελευθερωθεί ακόμα από σκέψη και ύλη. Εάν δεν συμφωνείς τότε θα παραμείνεις για πάντα βυθισμένος στη γέννηση και το θάνατο.
Ο άνθρωπος μπορεί να γίνεται ύπαρξη (ex-istence) στο βαθμό που βρίσκεται σε αναφορά προς το χρόνο και τη παροδικότητα, δηλαδή (με την ευρύτερη έννοια) στη θνητότητα. Το να βρίσκεται σε αναφορά προς τη παροδικότητα, δεν είναι μια ιδιότητα μεταξύ άλλων ιδιοτήτων, κάτι επιπρόσθετο που μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει, αλλά χαρακτηρίζει αυτή την ίδια την ουσία του ανθρώπου ως ύπαρξη. Η παροδικότητα, δηλαδή ο χρόνος και η θνητότητα, βρίσκονται στον πυρήνα του Da-sein, στον πυρήνα της ύπαρξης. Είναι συνώνυμο της ελευθερίας και της α-λήθειας. Χωρίς τη κατάφαση στην παροδικότητα η ύπαρξη γίνεται ένα ανελεύθερο και στατικό «πράγμα» που δεν μπορεί να δει και να αφουγκραστεί αληθινά τη παρουσία των πραγμάτων. Καθηλώνεται σε μια διάσταση του χρόνου (το παρόν ως παρελθόν) και δεν μπορεί να διανοιχθεί στο μέλλον.
Όπως και ο Ruiyan στην παραπάνω ιστορία, ψάχνουμε κάτι σταθερό στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε. Αλλά η ζωή μας είναι σε συνεχή ροή και κατά την ίδια την αναζήτηση αυτή βρισκόμαστε εν κινήσει και δεν αντιλαμβανόμαστε τη θεμελιώδη αρχή της ζωής μας να κινείται. Όταν δεν μπορούμε να δούμε τη ρευστότητα στη ζωή μας πιθανόν να γίνουμε άκαμπτοι και να κολλήσουμε, όπως αν προσπαθήσουμε να βγούμε έξω από τη στενή μας βάρκα για να εξερευνήσουμε τον ποταμό που ρέει, πιθανόν να μας παρασύρει το ρέμα και να κατρακυλήσουμε. Όταν βιώσουμε ότι όλα στη ζωή μας βρίσκονται σε κίνηση, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του εαυτού μας, θα δυσκολευτούμε να βρούμε κρατήματα που θα μας περιορίσουν και ως εκ τούτου βρισκόμαστε πλέον σε θέση να βιώσουν το ποτάμι σε όλο τον πλούτο του.
Ιζαμπέλλα Κατωγυρίτη
Σεπτέμβριος 2014, Ομιλία στα πλαίσια του Συνεδρίου: “Second Greek – Swedish joint conference on ‘Existence and Psychotherapy’